«Κυψέλη: αστικό παρελθόν, ελπίδες για το μέλλον»
Όταν, στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, άρχισα να φωτογραφίζω και να δημοσιεύω στο διαδίκτυο εικόνες από τα αναρίθμητα αξιόλογα κτίρια της περιοχής - ξεκινώντας κάτι που, χαίρομαι να πω, συνεχίζεται εντατικότερα κι από άλλους- θυμάμαι να συναντώ στον δρόμο δύο κοπέλες, μαθήτριες Λυκείου μάλλον, που σχολίαζαν «μα τι βγάζει στην Κυψέλη;». Εκείνη την ώρα φωτογράφιζα ένα ωραιότατο εκλεκτικιστικό κτίριο. Άκουσα την κουβέντα τους, τις ρώτησα τι εννοούσαν, και κατάλαβα από την απάντησή τους ότι δεν έβλεπαν αυτό που ήταν μπροστά τους. Το έβλεπαν ασφαλώς ως εικόνα, αλλά δεν το προσελάμβαναν ως αισθητική αξία ή ως αξία ποιότητας ζωής. Γιατί όμως;
Η περιοχή της Κυψέλης οριοθετήθηκε το 1908 ύστερα από μελέτη του νομομηχανικού Αθανάσιου Γεωργιάδη, με βόρειο όριό της το ρέμα που, κατά τη δεκαετία του ’30, επί Δημαρχείας Κοτζιά, μετατράπηκε στην γνωστή οδό που φέρει το όνομα του Φωκίωνος Νέγρη (1846 - 1928), Αθηναίου πολιτικού και ακαδημαϊκού. Προτομές και των δύο κοσμούν την οδό, που κατά τις αρχές της δεκαετίας του 80 μετατράπηκε σε έναν τεράστιο και καταπράσινο πεζόδρομο.
Η Κυψέλη άνθησε στα μέσα του 20ού αιώνα. Κατά τις δεκαετίες 1930-1970 αποτελούσε, μαζί με το Κολωνάκι, τη Βικτώρια και την περιοχή Ανακτόρων, τον αστικό πυρήνα της Αθήνας. Οι περιοχές αυτές μοιράζονται μια κοινή αρχιτεκτονική κληρονομιά αποτελούμενη κυρίως από μεσοπολεμικά και πρώιμα μεταπολεμικά κτίρια. Όταν η Αθήνα αγκάλιασε τόσο ένθερμα τον μοντερνισμό, τη δεκαετία του ‘30, οι περιοχές αυτές άρχισαν να ανοικοδομούνται με πολυκατοικίες με στοιχεία Art Deco και Βauhaus, πολύ πριν η πολυκατοικία εξαπλωθεί στην υπόλοιπη Αθήνα. Ανάμεσα στους αρχιτέκτονες που δραστηριοποιήθηκαν εκεί, ήταν και ο Κυπριανός Μπίρης, που εισήγαγε τον όρο «πολυκατοικία» στην Ελληνική γλώσσα, και πολλοί άλλοι, όπως ο Νικολαϊδης, ο Mπόνης, ο Βαλεντής, ο Λαζαρίδης κλπ
Μετά τον πόλεμο, πολυκατοικίες για μια μεσο- και μεγαλο-αστική αγορά, πολλές εξ’ αυτών χτισμένες από διαπρεπείς αρχιτέκτονες, άρχισαν πάλι να οικοδομούνται. Συναντά κανείς ακόμη και στους χαμηλούς ορόφους μεγάλα διαμερίσματα, ενώ στα ρετιρέ και σε σημεία όπως η Φωκίωνος Νέγρη υπάρχουν διαμερίσματα 250-300 τ.μ. Ασφαλώς τότε χάθηκαν πολλά όμορφα παλαιότερα κτήρια. Αλλά και τα καινούργια που χτίστηκαν ήταν αξιώσεων. Η Κυψέλη έχει μια 100% αστική κληρονομιά - δεν χτίστηκε ούτε ως προσφυγικός συνοικισμός ούτε σε ανταπόκριση στο ρεύμα της εσωτερικής μετανάστευσης. Είναι ακριβώς αυτή η πρώιμη ανοικοδόμησή της που την καθιστά πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τις περισσότερες αθηναϊκές συνοικίες, οι οποίες ανοικοδομήθηκαν με άσχημο τρόπο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60 - όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τον οποίον όλοι αγαπούν να μισούν για το θέμα της ανοικοδόμησης, ζούσε εκτός Ελλάδος. Σε μια πόλη που έχει αχανείς εκτάσεις άνευ οποιουδήποτε αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, η Κυψέλη είναι ένα «ανθολόγιο της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, από την κλασικιστική εποχή, την προπολεμική και μεταπολεμική περίοδο του μοντέρνου κινήματος», όπως αναφέρει η καθηγήτρια του ΕΜΠ. Ε. Πορτάλιου – με εξαιρετικό κτηριακό απόθεμα από εκείνες τις εποχές.
Η ζωή της Κυψέλης ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς βλέποντας τα σπίτια της. Μια ζωή περιζήτητης αστικής συνοικίας, που πρόσφερε τα καλύτερα στους κατοίκους της, από θέατρα και κινηματογράφους μέχρι σχολεία – να μνημονεύσω εδώ το θαυμάσιο Λύκειο Αθηνών Νούσια, στο οποίο είχαν την τύχη να φοιτήσω στο δημοτικό – και βέβαια αγαπημένος τόπος κατοικίας λογοτεχνών και καλλιτεχνών: Ελύτης, Κουν, αδελφές Καλουτά, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Ρένα Βλαχοπούλου και πάρα πολλοί άλλοι. Είχε μια «αύρα» η Κυψέλη, γνώριμη στα ιστορικά αστικά κέντρα της Ευρώπης, αλλά απούσα από πάρα πολλές, χωρίς αστικό βάθος, Αθηναϊκές γειτονιές.
Πώς εξηγείται λοιπόν αυτή η γενική δυσφήμηση; Η απάντηση είναι προφανής: το γενικό κοινό των τελευταίων δεκαετιών δεν έχει αστικές αναφορές. Η οδυνηρή ασχήμια μεγάλων εκτάσεων της ευρύτερης Αθήνας ουδέποτε σχολιάζεται, πράγμα που δείχνει ότι η κριτική δεν έχει να κάνει με αισθητικά θέματα. Η Κυψέλη δεν κριτικάρεται γιατί δεν μοιάζει με την Πλάκα (η οποία άλλωστε είχε εξαθλιωθεί πριν ληφθούν τα σχετικά μέτρα από τον Στέφανο Μάνο στα τέλη της δεκαετίας του ‘70). Κριτικάρεται γιατί δεν μοιάζει με πρόχειρα ανοικοδομημένο χωριό, όπως η μισή Αττική. Είναι αστική, άρα ξένη. Ασφαλώς και το Κολωνάκι είναι ακριβώς το ίδιο - αλλά παραμένει ακριβό λόγω της γειτνίασης με το κυβερνητικό κέντρο, κι έτσι – ευτυχώς- απέφυγε κάποια δραματική υποβάθμιση.
Πώς έπαψε η Κυψέλη να είναι «της μόδας»; Από τη δεκαετία του ‘80, όταν το νέφος είχε φτάσει σε αφόρητα επίπεδα, άρχισε η τάση της φυγής από το κέντρο. Πολλοί ήθελαν να φύγουν, αλλά εκείνοι που μπορούσαν να το κάνουν ήταν οι κάτοικοι των πιο εύπορων κεντρικών περιοχών. Ποιες ήταν αυτές; Οι τέσσερις που προαναφέρθηκαν. Από αυτές, το Κολωνάκι και η περιοχή του Προεδρικού Μεγάρου ευτυχώς ουδέποτε κινδύνευσαν, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Οι άλλες δύο, η Κυψέλη και ακόμη περισσότερο η Βικτώρια, άδειασαν σε μεγάλο ποσοστό από τους παλαιούς τους κατοίκους και κατοικήθηκαν από μετανάστες. Αυτό το απλό ιστορικό γεγονός που οδήγησε στην υποβάθμιση είναι ελάχιστα γνωστό. Οι περισσότεροι αναμασούν στερεότυπα του τύπου «έχει μεγάλη πυκνότητα» (κάτι που ισχύει για κάθε κεντρική αστική περιοχή μεγαλούπολης), «έχει παλιά διαμερίσματα» (κάτι που στην πραγματικότητα είναι προσόν, άλλωστε έχει κτιριακό δυναμικό απολύτως παρόμοιο , χρονικά, αισθητικά και κατασκευαστικά, με του Κολωνακίου), «δεν έχει θέσεις στάθμευσης» (μη γνωρίζοντας ότι στο Παρίσι η μέση 5ώροφη πολυκατοικία είναι 100-150 ετών και φυσικά δεν έχει θέσεις στάθμευσης) ή «δεν έχει πράσινο» - κάτι που φυσικά είναι ψευδές. Κι έτσι η Κυψέλη (και σε κάποιο βαθμό και το Παγκράτι) θεωρήθηκαν, κατά την τελευταία εικοσαετία, ως κατ’ εξοχήν παραδείγματα προς αποφυγήν «ζούγκλας του τσιμέντου» στην Αθήνα. Η έλευση μεταναστών στην περιοχή της Κυψέλης (πολύ εντονότερη σε σχέση με το Παγκράτι, αλλά και πάλι μικρότερη από ό,τι δυτικά της Πατησίων) συνετέλεσε περαιτέρω στην υποβάθμιση της εικόνας της περιοχής.
Και συνεχώς όλο και κάποιος σωτήρας έχει την ιδέα να «γκρεμίσουμε μερικά τετράγωνα στην Κυψέλη» για να αποκτήσει «πράσινο». Βεβαίως η Κυψέλη από τη μια ακουμπά σε ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα της Αθήνας κι από την άλλη διασχίζεται από έναν μεγάλο και καταπράσινο πεζόδρομο, ενώ είναι από τις λίγες αθηναϊκές γειτονιές που έχουν πολλές, μεγάλες και κανονικές δενδροστοιχίες στους δρόμους τους- και μια συγκέντρωση αξιόλογων κτηρίων που λίγες περιοχές έχουν. Αλλά, στην πόλη που από επίσημα χείλη υποστηρίχθηκε με επιμονή ότι πρέπει να κατεδαφιστούν διατηρητέα κτίρια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου για να βελτιωθεί η θέα της καφετέριας του Μουσείου της Ακρόπολης, όλα είναι αναμενόμενα.
To ευχάριστο είναι ότι η προσπάθεια πολλών ανθρώπων τα τελευταία χρόνια να ξαναμάθει ο κόσμος την Κυψέλη, φαίνεται να αρχίζει να αποδίδει. Όλο και πιο σπάνια γίνεται η αρνητική δημοσιότητα, και όλο και περισσότερο διαβάζει κανείς – ιδίως στα ηλεκτρονικά μέσα – άρθρα από ανθρώπους που «ανακαλύπτουν» την Κυψέλη, το αστικό της βάθος και όλα τα πλεονεκτήματα που έχει. Όλα αυτά δημιουργούν μια δυναμική ανάκαμψης. Η άφιξη του μετρό στην πλατεία Κυψέλης και στα Δικαστήρια, και η επιστροφή του τραμ στην Πατησίων, σίγουρα θα αποτελέσουν σημείο καμπής, αλλά πρέπει βέβαια να γίνουν πρώτα - και με την παρούσα οικονομική κατάσταση κανείς δε μπορεί να προβλέψει το πότε.
Πολλά άλλα θα μπορούσαν επίσης να γίνουν: για παράδειγμα, σε κάποιους δρόμους θα μπορούσαν να διαπλατυνθούν τα πεζοδρόμια θυσιάζοντας μια σειρά στάθμευσης (όπως έγινε στην οδό Xέυδεν και στην οδό Παπατσώρη στη Νεάπολη), με ταυτόχρονη δημιουργία εκτεταμένου δικτύου λωρίδων ποδηλάτου και παροχή φορολογικών κινήτρων για δημιουργία περισσότερων (και φτηνότερων) πάρκιγκ. Επιβάλλεται να τοποθετηθούν φυσικά εμπόδια (κολωνάκια ή κάγκελα, αναλόγως με το μέγεθος της οδού) σε όλα τα πεζοδρόμια και να εφαρμοστεί μια τακτική μηδενικής ανοχής για φραγμένες διαβάσεις και γενικώς παρεμπόδιση κίνησης πεζών. Πρέπει να δοθούν ισχυρότατα οικονομικά κίνητρα για ανακαινίσεις κτηρίων καθώς και για ευπρεπισμό των κατά μήκος στοών, μέσα στις οποίες θα μπορούσε να τοποθετηθεί δημοτικός φωτισμός –ή να υπάρξουν κίνητρα για σωστό ιδιωτικό φωτισμό. Τεράστια οφέλη θα υπάρξουν στην αισθητική και στην ασφάλεια, από αυτήν και μόνο την απλή κίνηση σωστού φωτισμού. Τέλος, θα μπορούσαν να υπάρξουν πρωτοβουλίες για ενοποιήσεις πίσω αυλών – αυτών που, στην «εργολαβική διάλεκτο» έχει μείνει να λέγονται «ακάλυπτοι». Πολλές πολυκατοικίες στην Κυψέλη, ακριβώς διότι είναι παλιές, έχουν βλάστηση, πολλές φορές μεγάλα δέντρα, στις πίσω αυλές τους. Μεγάλοι κοινόχρηστοι κήποι θα προέκυπταν από αυτές τις ενοποιήσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, και όπου υπάρχει η διάθεση και η τεχνική δυνατότητα, θα μπορούσαν οι αυλές να αποκτήσουν απ’ευθείας σύνδεση με τον δρόμο, και να στεγάσουν ακόμη και καταστήματα στα ισόγεια. Τέτοια πράγματα έχουν γίνει σε πόλεις του εξωτερικού (π.χ., στο Βερολίνο). Δεν χρειάζεται να ανακαλύπτουμε διαρκώς τον τροχό.
Ο συνδυασμός όλων των πλεονεκτημάτων που αναφέρθηκαν με την σημερινή υποβάθμιση, δημιουργεί μια ευκαιρία για αλλαγές. Η διαφαινόμενη εκ νέου ανακάλυψη των παλαιών αστικών περιοχών της πόλης από μια γενιά που δεν έζησε την ακμή και την παρακμή τους, δημιουργεί προϋποθέσεις για μια αναγέννηση. Aυτή η γενιά έχει και περισσότερες αστικές αναφορές από εκείνην των γονιών της: αν όχι από την Αθήνα, από πόλεις του εξωτερικού που έχει ζήσει και γνωρίσει μέσα από σπουδές ή ταξίδια.
Ο Αλέξανδρος Α. Λάβδας είναι διδάκτωρ Νευροβιολογίας του University College London και εργάζεται ως Senior Researcher στο European Academy (EURAC) στο Bolzano.
Όταν, στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, άρχισα να φωτογραφίζω και να δημοσιεύω στο διαδίκτυο εικόνες από τα αναρίθμητα αξιόλογα κτίρια της περιοχής - ξεκινώντας κάτι που, χαίρομαι να πω, συνεχίζεται εντατικότερα κι από άλλους- θυμάμαι να συναντώ στον δρόμο δύο κοπέλες, μαθήτριες Λυκείου μάλλον, που σχολίαζαν «μα τι βγάζει στην Κυψέλη;». Εκείνη την ώρα φωτογράφιζα ένα ωραιότατο εκλεκτικιστικό κτίριο. Άκουσα την κουβέντα τους, τις ρώτησα τι εννοούσαν, και κατάλαβα από την απάντησή τους ότι δεν έβλεπαν αυτό που ήταν μπροστά τους. Το έβλεπαν ασφαλώς ως εικόνα, αλλά δεν το προσελάμβαναν ως αισθητική αξία ή ως αξία ποιότητας ζωής. Γιατί όμως;
Η περιοχή της Κυψέλης οριοθετήθηκε το 1908 ύστερα από μελέτη του νομομηχανικού Αθανάσιου Γεωργιάδη, με βόρειο όριό της το ρέμα που, κατά τη δεκαετία του ’30, επί Δημαρχείας Κοτζιά, μετατράπηκε στην γνωστή οδό που φέρει το όνομα του Φωκίωνος Νέγρη (1846 - 1928), Αθηναίου πολιτικού και ακαδημαϊκού. Προτομές και των δύο κοσμούν την οδό, που κατά τις αρχές της δεκαετίας του 80 μετατράπηκε σε έναν τεράστιο και καταπράσινο πεζόδρομο.
Η Κυψέλη άνθησε στα μέσα του 20ού αιώνα. Κατά τις δεκαετίες 1930-1970 αποτελούσε, μαζί με το Κολωνάκι, τη Βικτώρια και την περιοχή Ανακτόρων, τον αστικό πυρήνα της Αθήνας. Οι περιοχές αυτές μοιράζονται μια κοινή αρχιτεκτονική κληρονομιά αποτελούμενη κυρίως από μεσοπολεμικά και πρώιμα μεταπολεμικά κτίρια. Όταν η Αθήνα αγκάλιασε τόσο ένθερμα τον μοντερνισμό, τη δεκαετία του ‘30, οι περιοχές αυτές άρχισαν να ανοικοδομούνται με πολυκατοικίες με στοιχεία Art Deco και Βauhaus, πολύ πριν η πολυκατοικία εξαπλωθεί στην υπόλοιπη Αθήνα. Ανάμεσα στους αρχιτέκτονες που δραστηριοποιήθηκαν εκεί, ήταν και ο Κυπριανός Μπίρης, που εισήγαγε τον όρο «πολυκατοικία» στην Ελληνική γλώσσα, και πολλοί άλλοι, όπως ο Νικολαϊδης, ο Mπόνης, ο Βαλεντής, ο Λαζαρίδης κλπ
Μετά τον πόλεμο, πολυκατοικίες για μια μεσο- και μεγαλο-αστική αγορά, πολλές εξ’ αυτών χτισμένες από διαπρεπείς αρχιτέκτονες, άρχισαν πάλι να οικοδομούνται. Συναντά κανείς ακόμη και στους χαμηλούς ορόφους μεγάλα διαμερίσματα, ενώ στα ρετιρέ και σε σημεία όπως η Φωκίωνος Νέγρη υπάρχουν διαμερίσματα 250-300 τ.μ. Ασφαλώς τότε χάθηκαν πολλά όμορφα παλαιότερα κτήρια. Αλλά και τα καινούργια που χτίστηκαν ήταν αξιώσεων. Η Κυψέλη έχει μια 100% αστική κληρονομιά - δεν χτίστηκε ούτε ως προσφυγικός συνοικισμός ούτε σε ανταπόκριση στο ρεύμα της εσωτερικής μετανάστευσης. Είναι ακριβώς αυτή η πρώιμη ανοικοδόμησή της που την καθιστά πολύ πιο ενδιαφέρουσα από τις περισσότερες αθηναϊκές συνοικίες, οι οποίες ανοικοδομήθηκαν με άσχημο τρόπο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60 - όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τον οποίον όλοι αγαπούν να μισούν για το θέμα της ανοικοδόμησης, ζούσε εκτός Ελλάδος. Σε μια πόλη που έχει αχανείς εκτάσεις άνευ οποιουδήποτε αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, η Κυψέλη είναι ένα «ανθολόγιο της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, από την κλασικιστική εποχή, την προπολεμική και μεταπολεμική περίοδο του μοντέρνου κινήματος», όπως αναφέρει η καθηγήτρια του ΕΜΠ. Ε. Πορτάλιου – με εξαιρετικό κτηριακό απόθεμα από εκείνες τις εποχές.
Η ζωή της Κυψέλης ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς βλέποντας τα σπίτια της. Μια ζωή περιζήτητης αστικής συνοικίας, που πρόσφερε τα καλύτερα στους κατοίκους της, από θέατρα και κινηματογράφους μέχρι σχολεία – να μνημονεύσω εδώ το θαυμάσιο Λύκειο Αθηνών Νούσια, στο οποίο είχαν την τύχη να φοιτήσω στο δημοτικό – και βέβαια αγαπημένος τόπος κατοικίας λογοτεχνών και καλλιτεχνών: Ελύτης, Κουν, αδελφές Καλουτά, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Ρένα Βλαχοπούλου και πάρα πολλοί άλλοι. Είχε μια «αύρα» η Κυψέλη, γνώριμη στα ιστορικά αστικά κέντρα της Ευρώπης, αλλά απούσα από πάρα πολλές, χωρίς αστικό βάθος, Αθηναϊκές γειτονιές.
Πώς εξηγείται λοιπόν αυτή η γενική δυσφήμηση; Η απάντηση είναι προφανής: το γενικό κοινό των τελευταίων δεκαετιών δεν έχει αστικές αναφορές. Η οδυνηρή ασχήμια μεγάλων εκτάσεων της ευρύτερης Αθήνας ουδέποτε σχολιάζεται, πράγμα που δείχνει ότι η κριτική δεν έχει να κάνει με αισθητικά θέματα. Η Κυψέλη δεν κριτικάρεται γιατί δεν μοιάζει με την Πλάκα (η οποία άλλωστε είχε εξαθλιωθεί πριν ληφθούν τα σχετικά μέτρα από τον Στέφανο Μάνο στα τέλη της δεκαετίας του ‘70). Κριτικάρεται γιατί δεν μοιάζει με πρόχειρα ανοικοδομημένο χωριό, όπως η μισή Αττική. Είναι αστική, άρα ξένη. Ασφαλώς και το Κολωνάκι είναι ακριβώς το ίδιο - αλλά παραμένει ακριβό λόγω της γειτνίασης με το κυβερνητικό κέντρο, κι έτσι – ευτυχώς- απέφυγε κάποια δραματική υποβάθμιση.
Πώς έπαψε η Κυψέλη να είναι «της μόδας»; Από τη δεκαετία του ‘80, όταν το νέφος είχε φτάσει σε αφόρητα επίπεδα, άρχισε η τάση της φυγής από το κέντρο. Πολλοί ήθελαν να φύγουν, αλλά εκείνοι που μπορούσαν να το κάνουν ήταν οι κάτοικοι των πιο εύπορων κεντρικών περιοχών. Ποιες ήταν αυτές; Οι τέσσερις που προαναφέρθηκαν. Από αυτές, το Κολωνάκι και η περιοχή του Προεδρικού Μεγάρου ευτυχώς ουδέποτε κινδύνευσαν, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Οι άλλες δύο, η Κυψέλη και ακόμη περισσότερο η Βικτώρια, άδειασαν σε μεγάλο ποσοστό από τους παλαιούς τους κατοίκους και κατοικήθηκαν από μετανάστες. Αυτό το απλό ιστορικό γεγονός που οδήγησε στην υποβάθμιση είναι ελάχιστα γνωστό. Οι περισσότεροι αναμασούν στερεότυπα του τύπου «έχει μεγάλη πυκνότητα» (κάτι που ισχύει για κάθε κεντρική αστική περιοχή μεγαλούπολης), «έχει παλιά διαμερίσματα» (κάτι που στην πραγματικότητα είναι προσόν, άλλωστε έχει κτιριακό δυναμικό απολύτως παρόμοιο , χρονικά, αισθητικά και κατασκευαστικά, με του Κολωνακίου), «δεν έχει θέσεις στάθμευσης» (μη γνωρίζοντας ότι στο Παρίσι η μέση 5ώροφη πολυκατοικία είναι 100-150 ετών και φυσικά δεν έχει θέσεις στάθμευσης) ή «δεν έχει πράσινο» - κάτι που φυσικά είναι ψευδές. Κι έτσι η Κυψέλη (και σε κάποιο βαθμό και το Παγκράτι) θεωρήθηκαν, κατά την τελευταία εικοσαετία, ως κατ’ εξοχήν παραδείγματα προς αποφυγήν «ζούγκλας του τσιμέντου» στην Αθήνα. Η έλευση μεταναστών στην περιοχή της Κυψέλης (πολύ εντονότερη σε σχέση με το Παγκράτι, αλλά και πάλι μικρότερη από ό,τι δυτικά της Πατησίων) συνετέλεσε περαιτέρω στην υποβάθμιση της εικόνας της περιοχής.
Και συνεχώς όλο και κάποιος σωτήρας έχει την ιδέα να «γκρεμίσουμε μερικά τετράγωνα στην Κυψέλη» για να αποκτήσει «πράσινο». Βεβαίως η Κυψέλη από τη μια ακουμπά σε ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα της Αθήνας κι από την άλλη διασχίζεται από έναν μεγάλο και καταπράσινο πεζόδρομο, ενώ είναι από τις λίγες αθηναϊκές γειτονιές που έχουν πολλές, μεγάλες και κανονικές δενδροστοιχίες στους δρόμους τους- και μια συγκέντρωση αξιόλογων κτηρίων που λίγες περιοχές έχουν. Αλλά, στην πόλη που από επίσημα χείλη υποστηρίχθηκε με επιμονή ότι πρέπει να κατεδαφιστούν διατηρητέα κτίρια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου για να βελτιωθεί η θέα της καφετέριας του Μουσείου της Ακρόπολης, όλα είναι αναμενόμενα.
To ευχάριστο είναι ότι η προσπάθεια πολλών ανθρώπων τα τελευταία χρόνια να ξαναμάθει ο κόσμος την Κυψέλη, φαίνεται να αρχίζει να αποδίδει. Όλο και πιο σπάνια γίνεται η αρνητική δημοσιότητα, και όλο και περισσότερο διαβάζει κανείς – ιδίως στα ηλεκτρονικά μέσα – άρθρα από ανθρώπους που «ανακαλύπτουν» την Κυψέλη, το αστικό της βάθος και όλα τα πλεονεκτήματα που έχει. Όλα αυτά δημιουργούν μια δυναμική ανάκαμψης. Η άφιξη του μετρό στην πλατεία Κυψέλης και στα Δικαστήρια, και η επιστροφή του τραμ στην Πατησίων, σίγουρα θα αποτελέσουν σημείο καμπής, αλλά πρέπει βέβαια να γίνουν πρώτα - και με την παρούσα οικονομική κατάσταση κανείς δε μπορεί να προβλέψει το πότε.
Πολλά άλλα θα μπορούσαν επίσης να γίνουν: για παράδειγμα, σε κάποιους δρόμους θα μπορούσαν να διαπλατυνθούν τα πεζοδρόμια θυσιάζοντας μια σειρά στάθμευσης (όπως έγινε στην οδό Xέυδεν και στην οδό Παπατσώρη στη Νεάπολη), με ταυτόχρονη δημιουργία εκτεταμένου δικτύου λωρίδων ποδηλάτου και παροχή φορολογικών κινήτρων για δημιουργία περισσότερων (και φτηνότερων) πάρκιγκ. Επιβάλλεται να τοποθετηθούν φυσικά εμπόδια (κολωνάκια ή κάγκελα, αναλόγως με το μέγεθος της οδού) σε όλα τα πεζοδρόμια και να εφαρμοστεί μια τακτική μηδενικής ανοχής για φραγμένες διαβάσεις και γενικώς παρεμπόδιση κίνησης πεζών. Πρέπει να δοθούν ισχυρότατα οικονομικά κίνητρα για ανακαινίσεις κτηρίων καθώς και για ευπρεπισμό των κατά μήκος στοών, μέσα στις οποίες θα μπορούσε να τοποθετηθεί δημοτικός φωτισμός –ή να υπάρξουν κίνητρα για σωστό ιδιωτικό φωτισμό. Τεράστια οφέλη θα υπάρξουν στην αισθητική και στην ασφάλεια, από αυτήν και μόνο την απλή κίνηση σωστού φωτισμού. Τέλος, θα μπορούσαν να υπάρξουν πρωτοβουλίες για ενοποιήσεις πίσω αυλών – αυτών που, στην «εργολαβική διάλεκτο» έχει μείνει να λέγονται «ακάλυπτοι». Πολλές πολυκατοικίες στην Κυψέλη, ακριβώς διότι είναι παλιές, έχουν βλάστηση, πολλές φορές μεγάλα δέντρα, στις πίσω αυλές τους. Μεγάλοι κοινόχρηστοι κήποι θα προέκυπταν από αυτές τις ενοποιήσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, και όπου υπάρχει η διάθεση και η τεχνική δυνατότητα, θα μπορούσαν οι αυλές να αποκτήσουν απ’ευθείας σύνδεση με τον δρόμο, και να στεγάσουν ακόμη και καταστήματα στα ισόγεια. Τέτοια πράγματα έχουν γίνει σε πόλεις του εξωτερικού (π.χ., στο Βερολίνο). Δεν χρειάζεται να ανακαλύπτουμε διαρκώς τον τροχό.
Ο συνδυασμός όλων των πλεονεκτημάτων που αναφέρθηκαν με την σημερινή υποβάθμιση, δημιουργεί μια ευκαιρία για αλλαγές. Η διαφαινόμενη εκ νέου ανακάλυψη των παλαιών αστικών περιοχών της πόλης από μια γενιά που δεν έζησε την ακμή και την παρακμή τους, δημιουργεί προϋποθέσεις για μια αναγέννηση. Aυτή η γενιά έχει και περισσότερες αστικές αναφορές από εκείνην των γονιών της: αν όχι από την Αθήνα, από πόλεις του εξωτερικού που έχει ζήσει και γνωρίσει μέσα από σπουδές ή ταξίδια.
Ο Αλέξανδρος Α. Λάβδας είναι διδάκτωρ Νευροβιολογίας του University College London και εργάζεται ως Senior Researcher στο European Academy (EURAC) στο Bolzano.